χαρτοποιός

χαρτοποιός
ο
1) бумагопромышленник; 2) рабочий бумажной фабрики

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χαρτοποιός" в других словарях:

  • χαρτοποιός — ο, ΝΜΑ ειδικός που παρασκευάζει χαρτί νεοελλ. 1. ιδιοκτήτης χαρτοποιίας 2. εργαζόμενος σε χαρτοποιία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • χαρτοποιός — ο αυτός που κατασκευάζει χαρτί, ο βιομήχανος χαρτιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρτοποιοί — χαρτοποιός paper maker masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • χαρτοποιία — η, Ν 1. η τέχνη ή η ειδικότητα τής παρασκευής χαρτιού 2. εργοστάσιο παραγωγής χαρτιού 3. ο αντίστοιχος βιομηχανικός κλάδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1821 στο περιοδικό Μέλισσα (ή Συλλογή Ελληνική)] …   Dictionary of Greek

  • χαρτοποιείο — το, Ν εργοστάσιο παραγωγής χαρτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. χαρτοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»